Βολτέρα

Βολτέρα
(Volterra).Πόλη (περ. 12.000 κάτ.) της Τοσκάνης, στην επαρχία της Πίζα, χτισμένη σε έναν λόφο ανάμεσα στους ποταμούς Τσετσίνα και Έρα. Ήταν μία από τις πόλεις που ανήκαν στη Δωδεκάπολη των Ετρούσκων, που γνώρισε την ισχυρή πίεση της Ρώμης και έγινε αργότερα μία από τις κοινότητές της. Κατά τον Μεσαίωνα, η Β. παρουσίασε αξιοσημείωτη άνθηση, έως το 1361 που την κατέλαβε η Φλωρεντία. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν σπουδαία νεκρόπολη, πλούσια σε ταφικά αγγεία από αλάβαστρο ή πωρόλιθο. Πολλά από αυτά έχουν ανάγλυφες παραστάσεις από την ελληνική ή την ετρουσκική μυθολογία και χρονολογούνται από τον 3o αι. π.Χ. έως την εποχή του Αυγούστου. Διατηρούνται επιβλητικά ερείπια, σε έκταση 7 χλμ. από το αρχαίο τείχος, που έχει το περίφημο ετρουσκικό τόξο. Η Β. είναι επίσης γνωστή για τα αξιόλογα μεσαιωνικά της μνημεία. Ερείπια του ρωμαϊκού θεάτρου (1ος αι. π.Χ.), έξω από την Πύλη της Φλωρεντίας, στη Βολτέρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βολτέρα, Βίτο — (Vito Volterra, Ανκόνα 1860 – Ρώμη 1940).Ιταλός μαθηματικός. Η ιδιοφυής δραστηριότητά του αναπτύχθηκε στις πιο ποικίλες περιοχές: από τη μηχανική (κληρονομικά φαινόμενα) στη μαθηματική ανάλυση (ολοκληρωτικές και ολοκληρωτικοδιαφορικές εξισώσεις) …   Dictionary of Greek

  • Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • μανιερισμός — (ιταλ. mannierismo). Καλλιτεχνικό ρεύμα το οποίο αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, τον 16o αι. Τα κυριότερα γνωρίσματά του είναι οι επιμηκυσμένες και μακρόστενες μορφές σε υπερβολικά επιτηδευμένες στάσεις, ο υπερβολικός τονισμός των …   Dictionary of Greek

  • Κουνελάκης, Νικόλαος — (Κρήτη 1829 – Κάιρο 1869). Ζωγράφος. Πολύ νέος έφυγε με την οικογένειά του από την Κρήτη, πιθανότατα από τα Χανιά, και εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Το 1857, μετά τις ζωγραφικές σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας… …   Dictionary of Greek

  • Λαυρέντιος των Μεδίκων, ο Μεγαλοπρεπής — (Lorenzo de’ Medici, «il Magnifico», Φλωρεντία 1449 – Καρέτζι 1492). Ιταλός ηγεμόνας και κυβερνήτης της Φλωρεντίας. Ήταν γιος του Πέτρου των Μεδίκων και της Λουκρητίας Τορναμπουόνι. Παρακολούθησε φιλολογικά μαθήματα κοντά σε εκλεκτούς ουμανιστές… …   Dictionary of Greek

  • Μπαρφ, Σάμουελ — (Samuel Barff, ; – Ζάκυνθος 1880). Άγγλος τραπεζίτης και φιλέλληνας. Το 1816 εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο, όπου ίδρυσε εμπορικό οίκο. Ο οίκος αυτούς ήταν ένας από τους μεγαλύτερους της Ζακύνθου με παραρτήματα στο Λονδίνο, στο Λίβερπουλ, στην Πάτρα… …   Dictionary of Greek

  • Πέρσιος, Φλάκος Αύλος — (Aulus Persius Flaccus, Βολτέρα 34 μ.Χ. – Ρώμη 62 μ.Χ.). Λατίνος σατιρικός ποιητής. Έχοντας διαμορφώσει τη σκέψη του σύμφωνα με τις στωικές αρχές, θέλησε, στις έξιΣάτιρέςτου σε εξάμετρα, να εκφράσει την αποδοκιμασία μιας αξιοπρεπούς συνείδησης… …   Dictionary of Greek

  • Πίζα — Πόλη της Ιταλίας, στην Τοσκάνη, χτισμένη στις όχθες του Άρνου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.448 τ. χλμ.). Κατά το Μεσαίωνα η Π. ήταν από τα σημαντικότερα ναυτικά κέντρα της Ιταλίας. Αξιόλογο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο σήμερα, διατηρεί …   Dictionary of Greek

  • Φιλικάλα, Βιντσέντσο ντα- — (Filicala, Φλωρεντία 1642 – 1707). Ιταλός ποιητής. Είχε την υποστήριξη της Χριστίνας της Σουηδίας και του Κόζιμο του Γ’ των Μεδίκων, ο οποίος τον διόρισε γερουσιαστή και του εμπιστεύτηκε τη διοίκηση των επαρχιών της Βολτέρα (1696) και της Πίζας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”